παραγεμιστός

παραγεμιστός
-ή, -ό
το φαγητό που γίνεται με γέμιση: Τα Χριστούγεννα όλα σχεδόν τα σπίτια έχουν την παραγεμιστή γαλοπούλα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραγεμιστός — ή, ό / παραγεμιστός, ή, όν, ΝΜ (συν. για φαγητό) αυτός που περιέχει γέμιση («παραγεμιστή γαλοπούλα»). επίρρ... παραγεμιστά με παραγεμιστό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + γεμιστός (< γεμίζω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”